2014 – Βάκχες
Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου
Το σοφόν δ' ου σοφία... Ένας θεός με ανθρώπινη μορφή εδραιώνει τη λατρεία του στη Θήβα: «Είμαι ο Διόνυσος. Ήρθα. Εφανερώθηκα», θα πει και θα εκδικηθεί τη βασιλική οικογένεια της μητέρας του Σεμέλης, που δεν πίστεψε ότι απέκτησε γιο με τον Δία. Η φύση αντιπαρατίθεται στον ορθολογισμό. Η θρησκευτική εμπειρία της βακχείας εξελίσσεται σε τελετουργικό σπαραγμό και ωμοφαγία, παραπέμποντας στον κύκλο του θανάτου και της ανανέωσης.
Η ρηξικέλευθη σκηνοθεσία της Άντζελας Μπρούσκου και ένας δυναμικός θίασος αναμετριούνται με τις Βάκχες (405 π.Χ.), σε μετάφραση Γιώργου Χειμωνά. Το αντιθετικό ζεύγος Διονύσου-Πενθέα υποδύονται η Αγλαΐα Παππά και ο Άρης Σερβετάλης.
Σκηνοθεσία – Κοστούμια Άντζελα Μπρούσκου
Μετάφραση Γιώργος Χειμωνάς
Μουσική Δημήτρης Καμαρωτός
Φωτισμοί Νίκος Βλασόπουλος
Σκηνογραφία Σταύρος Λίτινας
Διανομή
Διόνυσος: Αγλαΐα Παππά
Πενθέας: Αριστείδης Σερβετάλης
Τειρεσίας: Μαρία Κίτσου
Κάδμος: Γιώργος Μπινιάρης
Δούλος - Άγγελος: Αργύρης Πανταζάρας, Χάρης Χαραλάμπους
Άλλος άγγελος: Παρθενόπη Μπουζούρη
Αγαύη: Άντζελα Μπρούσκου
Χορός Βακχών: Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου, Μαρία Αθηναίου, Λεονόρα Γαϊτάνου, Δήμητρα Γκλιάτη, Μαρία Κίτσου, Γεώργιος Μπινιάρης, Παρθενόπη Μπουζούρη, Αντώνης Σταμόπουλος, Βάλια Παπαχρήστου, Αργύρης Πανταζάρας, Χάρης Χαραλάμπους
Σημείωμα της σκηνοθέτιδας :
Είδα τις κόρες του Κάδμου να τρώνε ξύλο στην Ομόνοια
Και να ωρύονται μεθυσμένες, μιλώντας ξένες γλώσσες.
Είδα τον Άγγελο, ξέπνοο, μαχαιρωμένο στο πεζοδρόμιο.
Είδα την Αγαύη, μισόγυμνη στην άκρη της ταράτσας, να απειλεί ότι θα πέσει.
Είδα το σαλόνι της βασιλικής οικογένειας παρατημένο στο δρόμο, κάτω από τη βροχή.
Είδα τις Βάκχες να τραγουδάνε στο αστυνομικό τμήμα.
Είδα τον Πενθέα να προσεύχεται πάνω στον οικογενειακό τάφο, φορώντας το μαύρο φόρεμα της μητέρας του.
Είδα τον Κάδμο να αυτοκτονεί με το στρατιωτικό του περίστροφο.
Είδα τη λεοπάρδαλη στην ντουλάπα να την αποτελειώνει ο σκώρος.
Είδα γυναίκες εκπορνευόμενες να γυαλίζουν τα ασημικά με την αναπνοή τους.
Είδα τον Τειρεσία, ντυμένο γυναίκα, να απαγγέλει Νίτσε
με την τσιριχτή του φωνή στην κρεαταγορά:
-Αλίμονο, αλίμονο! Αυτόν τον τόσο ωραίο κόσμο τον γκρέμισες με μια απότομη κίνηση του χεριού σου! Και τώρα πέφτει, σωριάζεται.
Είδα τα σκυλιά να κλαίνε σιωπηλά, με τα ανθρώπινα δάκρυα των ζώων μέσα στην πόλη.
Και τότε, επιτέλους,
είδα τον Διόνυσο, τον μικρό δαιμονισμένο τσιγγάνο θεό, να γελάει πάνω στην κορυφή των σκουπιδιών μου, να λέει και να ξαναλέει χτυπώντας μιαν άδεια κονσέρβα:
- Είμαι ο Διόνυσος. Ήρθα... Ήρθα... Είμαι εδώ... Έχεις ένα ευρώ;...
Τέλος, καθώς έφευγα με το καράβι της γραμμής και η μουσική ηχούσε ακόμα συνέχεια μέσα στο κεφάλι μου,
είδα την επίδραση της τραγωδίας πάνω στην πικάντικη πραγματικότητα και βούτηξα στη θάλασσα για να σωθώ...
ΆΝΤΖΕΛΑ ΜΠΡΟΥΣΚΟΥ